- σκαύρος
- ο / σκαῡρος, ΝΜνεοελλ.ζωολ. (σε παλαιότερα συστήματα ταξινόμησης) γένος κολεόπτερων μελανόσωμων εντόμωνμσν.(για άλογο) αυτός τού οποίου τα σφυρά προεξέχουν, που έχει τις οπλές προς τα έξω, στρεβλός.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scaurus «στραβοπόδαρος»].
Dictionary of Greek. 2013.